Κινούμαι – στην vinyasa αλλά και στην πιο στατική hatha yoga – και εξερευνώ τη στάση μου σε διάφορες θέσεις-asana, και κατευθύνσεις. Μπορώ να καταλάβω πολλά από τη δύναμη, σταθερότητα, ευκολία που έχω ή όχι σε κάθε θέση. Και ο λόγος που μ’ ενδιαφέρει να το δω είναι γιατί το σώμα μου, μού λέει τί κατέχω και τί είναι ξένο (για τώρα ή για πάντα) για μένα.
Και καταλαβαίνω, ίσως, ότι αυτό που μπορώ να εκτελέσω ως απλή άσκηση στο στρωματάκι, μπορώ να το εκτελέσω και έξω από αυτό, αλλά και το αντίθετο: “γιατί μπορώ να σηκώσω τόσο ψηλά το χέρι μου ή το πόδι μου, όταν κάποιοι άλλοι δεν μπορούν;” ή “πώς και δεν μπορώ να κάμψω την πλάτη μου τόσο εύκολα όταν άλλοι ανεβαίνουν σε μια καθόλα βασιλική κόμπρα;”
Συνήθως αναρωτιέμαι όχι τόσο για την ευκολία μου – τη θεωρώ μάλλον δεδομένη για μένα και για όλους τους άλλους επίσης – όσο για την δυσκολία μου: “τί είν’ αυτό που μ’ εμποδίζει;”
Η απάντηση δεν είναι απλή, ούτε μονολεκτική αλλά ούτε και θα ειδωθεί/δοθεί ποτέ στην ολότητά της από εξωτερικούς ειδήμονες.
Η απάντηση είναι πάντα μπροστά μου και θα μού ξετυλιχτεί, αν ή όταν η στάση μου σταματήσει να είναι μια απλή εκτέλεση έξωθεν εντολών ή προτροπών και γίνει εξερεύνηση αυτού που ακούω ή βλέπω. Γιατί θέλω να το δοκιμάσω, όσο άγνωστο και αν είναι. Γιατί αισθάνομαι ότι αυτή η εκτέλεση με πλησιάζει κάπως και ίσως μπορεί να αφήσει το αποτύπωμά της με έναν τρόπο που να λύνει και να αφαιρεί ή να δένει και να προσθέτει κάτι. Γιατί μπορεί να αφήνει, ή να μην αφήνει αυτό το “κάτι” τώρα, αλλά δοκιμάζω και δίνω χρόνο.
Και όσο αναπτύσσω την υπομονή μέσα στον χρόνο, καθώς αφήνω να αναπτυχθεί αυτό το κάτι στον δικό του χρόνο, άλλο τόσο αναπτύσσω ταυτόχρονα και την α π ό σ τ α σ η από αυτό το κάτι που μπορεί να προσδοκώ. Αναπτύσσω απόσταση χ ω ρ ο χ ρ ο ν ι κ ά και δίνω την δυνατότητα στον εαυτό μου να είμαι και να μένω έτσι, “ανολοκλήρωτη”, για λίγο, περισσότερο ή πολύ χρόνο. Και τότε ίσως έρθει μια στιγμή που αυτό που προσδοκώ έχει ξεθωριάσει λιγάκι, δεν είναι πια τόσο σημαντικό και συνάμα, αυτό που αντιλαμβάνομαι για μένα είναι ότι αρχίζω να αισθάνομαι λιγότερο “ανολοκλήρωτη”.
Και μπορεί έτσι, κάποτε, μ’ αυτήν την ολοένα αυξανόμενη απόσταση από την θέαση του ευατού ως αυτό και μόνο αυτό στο οποίο έχει ενσαρκωθεί, να καταφέρω να γίνω μια απλή παρατηρήτρια αυτού του σώματος και της δράσης του – αλλά και επίδρασης, αντίδρασης, ανάδρασής του – χωρίς καμία κρίση επ’ αυτού, χωρίς να με απασχολεί αυτό το “γιατί” με κάποιον τρόπο πολύ ή λίγο. Και τότε, για μένα τουλάχιστον, ένα μεγάλο μέρος της παθολογίας μου θα έχει απελευθερωθεί, καθώς θα αισθάνομαι ήδη α ρ κ ε τ ή.
© Κυριακή Κυριακίδου, Μάρτιος 2019